καταδοκοῦμαι

καταδοκοῦμαι
καταδοκέω
think
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
καταδοκέω
think
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταδοκώ — καταδοκῶ, έω (Α) 1. υποθέτω, υποψιάζομαι κάτι σε βάρος κάποιου 2. εικάζω 3. παθ. καταδοκοῡμαι, έομαι α) μέ υποψιάζονται β) αναγνωρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δοκῶ «νομίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”